αλλόγνωμος — η, ο 1. αυτός που διαφωνεί, που έχει διαφορετική γνώμη 2. ιδιότροπος, παράξενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + γνωμος < γνώμη]] … Dictionary of Greek
ασύμφωνος — η, ο (AM ἀσύμφωνος, ον, Α και ἀξ ) αυτός που δεν είναι σύμφωνος με κάποιον άλλο, διαφορετικός νεοελλ. αυτός που έχει διαφορετική γνώμη, που διαφωνεί με κάποιον αρχ. 1. μη αρμονικός, παράφωνος 2. αυτός που δεν μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον … Dictionary of Greek
ασύμψηφος — ἀσύμψηφος, ον (Α) [σύμψηψος] αυτός που δεν έχει την ίδια γνώμη, που διαφωνεί με κάποιον … Dictionary of Greek
δίθυμος — δίθυμος, ον (Α) αυτός που διαφωνεί με κάποιον … Dictionary of Greek
διαφωνώ — ( έω) (ΑΝ) 1. μουσ. κάνω παραφωνία, φαλτσάρω 2. αντιτίθεμαι, διχογνωμώ αρχ. 1. δεν συμφωνώ καθόλου («διαφωνεῑ τι τῶν χρημάτων» υπάρχει διαφορά στους λογαριασμούς, Πολύβ.) 2. χάνομαι, πεθαίνω («οὐ μέντοι διαπεφώνηκεν οὐδείς» Αγαθαρχίδης στη… … Dictionary of Greek
διττός — και δισσός, ή, ό (AM διττός και δισσός, ή, όν) 1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη 2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές 3. διφορούμενος, ασαφής αρχ. 1. στον πληθ. δύο 2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις… … Dictionary of Greek
διχόγνωμος — η, ο (Α διχόγνωμος, ον) νεοελλ. αυτός που διαφωνεί αρχ. αμφίβολος, αμφίλογος, διφορούμενος … Dictionary of Greek
δυσαντίλεκτος — δυσαντίλεκτος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται 2. εκείνος με τον οποίο δύσκολα διαφωνεί κανείς … Dictionary of Greek
επιθετικότητα — Ψυχική κατάσταση, την οποία χαρακτηρίζουν αισθήματα εχθρότητας προς ζωντανά όντα ή αντικείμενα στα οποία επιθυμεί το άτομο να προκαλέσει μια οποιαδήποτε καταστροφή. Κατά τον Φρόιντ, που τη θεωρεί εκδήλωση του ενστίκτου θανάτου, η ε. διαδραματίζει … Dictionary of Greek
κατεναντιώ — κατεναντιῶ, όω (Α) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηναντιωμένος, η, ον αυτός που αντιτίθεται σε κάτι, αυτός που διαφωνεί … Dictionary of Greek